Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

chloroforme στα ελληνικά
chloroforme
λέγεται
κλοροφόρμ
.
chloroforme
σημαίνει στα ελληνικά
χλωροφόρμιο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
