Εφαρμογή του

chômer στα ελληνικά
chômer
λέγεται
σομέ
.
chômer
σημαίνει στα ελληνικά
έχω αργία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chômer / être en chômage : είμαι άνεργος / βρίσκομαι σε ανεργία
- chômer : δεν εργάζομαι κατά τη διάρκεια των αργιών
- chômer : αργώ / δεν εργάζομαι
- chômé : μουχλιασμένο
- jour chômé : µη δεδουλευθείσα ηµέρα
- jour chômé : αργία
- jour chômé / journée chômée : ημέρα ανεργίας
- jour chômé / journée chômée : ημέρα αργίας
- période chômée : περίοδος ανεργίας
Subscribe
0 Comments