Εφαρμογή του

chromé στα ελληνικά
chromé
λέγεται
κρομέ
.
chromé
σημαίνει στα ελληνικά
γυαλιστερός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chrome / MUL : χρώμιο
- chromite / fer chromé : χρωμίτης
- CCA / cuivre, chrome, arsenic : ΧΧΑ / χαλκός
- CCA / cuivre-chrome-arsenic : CCA / χαλκός-χρώμιο-αρσενικό
- semi-chrome / chrome végétal : ημιχρωμιόδερμα
- vert Guignet / sesquioxyde de chrome hydraté : πράσινο του Guignet / ένυδρο sequiοξείδιο του χρωμίου
- chrome-métal : χρώμιο μέταλλο
- catgut chromé : κατκούτ χρωμέ / χρωμιούχο ζωικό ράμμα
- plaque chromée : επιχρωμιωμένη πλάκα
- vert de chrome : πράσινο χρωμίου
Subscribe
0 Comments