Εφαρμογή του

chute στα ελληνικά
chute
λέγεται
συτ
.
chute
σημαίνει στα ελληνικά
πέσιμο / πτώση / chute d’eau καταρράκτης / τέλος / επίλογος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- chute / tôle de glissement : έλασμα ολίσθησης
- chute : πτώση
- chute / hauteur de retenue : πτώση / υπερύψωση στάθμης ταμιευτήρα
- chute : αναβαθμός
- chute / rognure : φύρα
- chute : διάδρομος απόθεσης / διάδρομος μεταφοράς
- pluie / chute de pluie : βροχόπτωσις
- EDS 76 / syndrome de la chute de ponte 76 : EDS 76 / σύνδρομο κόπωσης 76
- chutes : αποκόμματα
- chutes : αποκόμματα / απορρίμματα
Subscribe
0 Comments