Εφαρμογή του

circonférence στα ελληνικά
circonférence
λέγεται
σιρκονφεράνς
.
circonférence
σημαίνει στα ελληνικά
περιφέρεια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- circonférence limite : οριακή περιφέρεια
- classe de circonférence : τάξις(κλάσις)περιφερείας
- circonférence de roulement : περιφέρεια πέλματος
- calibrage à la circonférence : ταξινόμηση σύμφωνα με την περίμετρο
- circonférence à hauteur d'homme : περίμετρος εις το στηθιαίον ύψος / περίμετρος εις το ύψος του ανθρώπου
- ruban à mesurer la circonférence : παχύμετρο
- coupe à la circonférence minimale : υλοτομία κατά την ελαχίστην περιφέρειαν
- circonférence du tour du dévidoir : περιφέρεια της ανέμης
- déplacement selon la circonférence : παρεκτόπιση προς την περιφέρεια
- diamètre au-dessus des contreforts / circonférence au-dessus des contreforts : διάμετρος άνωθεν αντηρίδων
Subscribe
0 Comments