Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

circuit στα ελληνικά
circuit
λέγεται
σιρκυί
.
circuit
σημαίνει στα ελληνικά
κύκλωμα / court circuit βραχυκύκλωμα / περιήγηση / διαδρομή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- circuit : κύκλος προσγείωσης / ίχνος κύκλου προσγείωσης
- circuit : κύκλωμα
- circuit / filière : σύστημα διανομής
- fusible / coupe-circuit fusible : ασφάλεια / ασφάλεια τήξης
- circuit / voie de télécommunication : κύκλωμα / τηλεπικοινωνιακή οδός
- circuit / moyens de vente : κανάλια διάθεσης / κανάλια διανομής
- circuit : γραμμή
- cycle / circuit : κύκλος
- circuit / circuit de télécommunication : κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα
- fusée / fusible : ασφάλεια / σύστημα εκπυρσοκρότησης
Subscribe
0 Comments


