Εφαρμογή του

clandestin στα ελληνικά
clandestin
λέγεται
κλανντεστέν
.
clandestin
σημαίνει στα ελληνικά
λαθραίος / παράνομος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- clandestin / immigré clandestin : λαθρομετανάστης / παράνομος μετανάστης
- secret / clandestin : μυστικός
- profiteur / resquilleur : λαθρεπιβάτης
- séjour irrégulier (Preferred) / séjour illégal (Admitted) : παράνομη διαμονή / παράνομη παραμονή (Deprecated)
- économie parallèle / économie clandestine : παραοικονομία / λαθραία οικονομία
- travail au noir / travail illégal : αδήλωτη εργασία / λαθραία εργασία
- migrant en situation irrégulière (Preferred) / migrant irrégulier : παράτυπος μετανάστης / παράνομος μετανάστης (Deprecated)
- travail dissimulé : αδήλωτη εργασία
- mariage clandestin : κρυφός γάμος
Subscribe
0 Comments