Εφαρμογή του

clou στα ελληνικά
clou
λέγεται
κλου
.
clou
σημαίνει στα ελληνικά
καρφί / πρόγκα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- clou : διακοσμητικό καρφί καλαποδιού / κυκλική μεταλλική γαρνιτούρα καλαποδιού
- clou : καρφί
- clou / pointe : ήλος / καρφί
- clou : δοθιήνας
- anthofle / clou de girofle : μοσχοκάρφι
- clou-vis : βιδόκαρφο
- cheville / clou de bois : ξυλοκάρφι / ξυλόπροκα
- pneu clouté / pneu à clous : αντιολισθηρά λάστιχα
- clou de pot / écailles de pots : κομμάτια απο σπασμένο δοχείο τήξεως
- clou en bois : ξυλόπροκα
Subscribe
0 Comments