Εφαρμογή του

cocon στα ελληνικά
cocon
λέγεται
κοκόν
.
cocon
σημαίνει στα ελληνικά
κουκούλι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cocon : κουκούλι
- cocon / épeule : κοίλο μασούρι
- bave / brin : ίνα / νήμα
- coconnage / mise en cocon : αντιδιαβρωτική περικάλυψη
- cocon vert : ανώριμο κουκούλι
- éplucheuse / appareil à déblazer les cocons : συσκευή αφαίρεσης των εξωτερικών μερών των κουκουλιών
- canette cocon / cannette cocon : κουκουνάρα
- canette cocon / canette tubulaire : μπομπίνα / σωληνοειδές μασούρι
- cocon fondu noir : ακάθαρτο κουκούλι
Subscribe
0 Comments