Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

coexister στα ελληνικά
coexister
λέγεται
κοεγκζιστέ
.
coexister
σημαίνει στα ελληνικά
συνυπάρχω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- attracteurs multiples coexistant dans un état de compétition : πολλοί χώροι έλξης που συνυπάρχουν σε κατάσταση ανταγωνισμού
Subscribe
0 Comments


