Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

coffrer στα ελληνικά
coffrer
λέγεται
κοφρέ
.
coffrer
σημαίνει στα ελληνικά
βάζω μέσα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- coque / coffre : κέλυφος του συλλέκτη
- coffre / palâtre : περικάλυμμα λουκέτου / κιβωτίδιο για λουκέτο
- sablier / sablière : δοχείο άμμου
- coffre / caisson : αποθήκη / ερμάριο
- coffre : κατάστρωμα χάσματος / κατάστρωμα χαβούζας
- trémie / caisse à engrais : χοάνη / λιπασματοκιβώτιο
- coffre / coffre à bagages : κιβώτιο / χώρος αποσκευών
- huche / coffre à pain : ψωμιέρα / θήκη για ψωμί
- coffre / à ouverture par le dessus : τύπος που ανοίγει από επάνω
- coffre-fort / salle-forte : θησαυροφυλάκιο
Subscribe
0 Comments


