Εφαρμογή του

col στα ελληνικά
col
λέγεται
κολ
.
col
σημαίνει στα ελληνικά
γιακάς / λαιμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- COL / corail rouge : Σμήναρχος
- col : κν.κολάρο / περιλαίμιο
- col : λαιμός
- col / col barométrique : βαρομετρικός λαιμός
- col : αυχένας
- col / pas : αυχήν
- col / voûte : διάσελον
- Colvert / col-vert : πρασινοκέφαλη / πρασινοκεφαλόπαπια
Subscribe
0 Comments