Εφαρμογή του

colique στα ελληνικά
colique
λέγεται
κολίκ
.
colique
σημαίνει στα ελληνικά
ευκοίλια / κολικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- colique : του κόλου / του παχέος εντέρου
- colique : κολικός
- iléo-colique : ειλεοκολικός
- cadre colique / météorisme en cadre : μετεωρισμός δίκην κάδρου
- colique sèche : κολικός μολυβδίασης
- corde colique : σχοινοειδές εγκάρσιο έντερο
- iléus colique / iléus du gros intestin : ειλεός του παχέος εντέρου
- de type colique : κολικοειδής
- douleur colique : κωλικός του παχέος εντέρου
- sarcome colique : σάρκωμα του παχέος εντέρου
Subscribe
0 Comments