Εφαρμογή του

colle στα ελληνικά
colle
λέγεται
κολ
.
colle
σημαίνει στα ελληνικά
κόλλα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- colle : κόλλα
- Colle : Συγκολλητικό ιστών
- colle / pâte d'encollage : κόλλα
- colle / empois : κόλλα υφάσματος
- colle / clarifiant : κόλλα / διαυγαστικά μέσα
- collé : “εγκλωβισμένος”
- colle : συγκολλητική ύλη
- gras / collant : ρυπαρό υπόστρωμα / λασπώδες υπόστρωμα
- coller : κολλώ
Subscribe
0 Comments