Εφαρμογή του

colline στα ελληνικά
colline
λέγεται
κολίν
.
colline
σημαίνει στα ελληνικά
λόφος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- colline : λόφος/ύψωμα
- pente / colline : επικλινής επιφάνεια / κλινοειδής απόφυση σφηνοειδούς οστού
- zone de collines au relief accidenté : λοφώδης ζώνη με ανώμαλη μορφολογία εδάφους
Subscribe
0 Comments