Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

collision στα ελληνικά
collision
λέγεται
κολιζιόν
.
collision
σημαίνει στα ελληνικά
σύγκρουση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- collision : σύγκρουση
- choc / collision : σύγκρουσις
- conflit / contention : έμφραξη / ανταγωνισμός
- choc avant / choc frontal : μετωπική κρούση
- AMDP/DC : εμμένουσα πολλαπλή πρόσβαση με ανίχνευση φέρουσας και ανίχνευση σύγκρουσης
- autoguidage / radioralliement : σύστημα αυτοκατεύθυνσης / αυτόματο σύστημα οδήγησης στο στόχο
- impact latéral / collision de flanc : πλευρική σύγκρουση
Subscribe
0 Comments


