Εφαρμογή του

combiner στα ελληνικά
combiner
λέγεται
κονμπινέ
.
combiner
σημαίνει στα ελληνικά
συνδυάζω / ενώνω / σκαρώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- code NC / code de la nomenclature combinée : κώδικας ΣΟ / κώδικας Συνδυασμένης Ονοματολογίας
- combiné : συσκευή χειρός
- combiné : συνδυασμένο ακουστικό
- combiné : μικροτηλέφωνο
- combiné / poste téléphonique : τηλέφωνο / χειροσυσκευή
- combiné : συνδυασμένος
- navire obo / navire oil : πλοίο OBO / πετρελαιοφόρο
- condor / écart condor : condor spread
- interaction / effet combiné : αλληλεπίδραση
- MoWaSy / nouveau système modulaire d'assainissement de l'eau combinant photo-oxydation solaire et ionisation atmosphérique : MoWaSy / Καινοτόμο σύστημα καθαρισμού του ύδατος μέσω της διαδοχικής επεξεργασίας του με ηλιακή φωτοοξείδωση και ιονισμό του αέρα
Subscribe
0 Comments