Εφαρμογή του

commander στα ελληνικά
commander
λέγεται
κομανντέ
.
commander
σημαίνει στα ελληνικά
παραγγέλνω / διοικώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- commander : να γίνει εκπομπή
- commandes / carnet d’ordres : μπλοκ παραγγελιών / βιβλίο παραγγελιών
- capitaine / commandant : πλοίαρχος
- commande / diffuseur : διακόπτης εκκίνησης
- palonnier / manche à balai : χειριστήριο αεροσκάφους
- circuit C / circuit commande : κύκλωμα C / κύκλωμα ελέγχου
- démarreur / bouton-poussoir : διακόπτης μίζας / κομβίο εκκινητή
- commande : έλεγχος / όργανο χειρισμού
- variateur / variateur de vitesse : μηχανισμός αλλαγής ταχύτητας με συνεχή μεταβολή
Subscribe
0 Comments