Εφαρμογή του

compétition στα ελληνικά
compétition
λέγεται
κονπετισιόν
.
compétition
σημαίνει στα ελληνικά
συναγωνισμός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- concurrence / compétition : ανταγωνισμός
- conflit / contention : έμφραξη / ανταγωνισμός
- concurrent / compétiteur : ανταγωνιστής
- compétition acharnée : αθέμιτος ανταγωνισμός
- compétition sportive : αθλητικοί αγώνες
- compétition de voile : ιστιοπλοϊας
- sport de compétition : αθλητισμός υψηλών επιδόσεων
- bateau de compétition : αγωνιστικό σκάφος
- faculté de compétition : ανταγωνιστικότητα / ικανότητα γιά ανταγωνισμό
- inhibition compétitive / inhibition par compétition : συναδελφική αναστολή
Subscribe
0 Comments