Εφαρμογή του

complètement στα ελληνικά
complètement
λέγεται
κονπλετμάν
.
complètement
σημαίνει στα ελληνικά
εντελώς / τελείως / συμπλήρωση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- completement : περάτωση / ολοκλήρωση
- fermenter à fond / fermenter complètement : πλήρης ζύμωση
- complètement vidé : εντελώς απεντοσθιωμένος
- rogner complètement : κόβω καθαρά / κάνω καθαρό κόψιμο
- test de complètement : δοκιμασία του συμπληρώματος
- navire complètement chargé : πλήρως φορτωμένο πλοίο
- test de complètement d'images : δοκιμασία νοημοσύνης με εικόνες
- test de complètement d'images : δοκιμασία ολοκλήρωσης σχεδίου ή σκίτσου
- dispositif amorcé complètement : προετοιμασμένο για λειτουργία σύστημα
- signalisation sur voie séparée / signalisation sur voie complètement séparée : σηματοδοσία χωριστού καναλιού / σηματοδοσία ξεχωριστού διαύλου
Subscribe
0 Comments