Εφαρμογή του

compléter στα ελληνικά
compléter
λέγεται
κονπλετέ
.
compléter
σημαίνει στα ελληνικά
συμπληρώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- bobinage / enveloppe bobinée : ολική περικάλυψη
- jachère nue / jachère complète : πλήρης αγρανάπαυση
- poids total / poids complet : ολικό βάρος μιας αμαξοστοιχίας / μικτό φορτίο μιας αμαξοστοιχίας
- t k b c / tonne-kilomètre brute complète : πλήρης πραγματικός χιλιομετρικός τόνος
- Organisation du Traité d'interdiction complète des essais nucléaires / OTICE : Οργάνωση της Συνθήκης για την πλήρη απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών / CTBTO
- agyrie / lissencéphalie complète : ανελίκωση
- Traité sur l'interdiction complète des essais nucléaires / CTBT : Συνθήκη για την πλήρη απαγόρευση των πυρηνικών δοκιμών / CTBT
- bobine pleine / bobine complète : κουβαρίστρα / Πλήρης άτρακτος
- octet / octet électronique : οκτάδα ηλεκτρονίων
- wagon complet / charge complète : πλήρες βαγόνι / πλήρες φορτίο
Subscribe
0 Comments