Εφαρμογή του

complicité στα ελληνικά
complicité
λέγεται
κονπλισιτέ
.
complicité
σημαίνει στα ελληνικά
συνενοχή / συνέργεια
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- complicité : συνενοχή
- complicité criminelle : συνενοχή σε αδίκημα
- complicité audit comportement : συνεργία που συνδέεται με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά
- complicité dans une infraction : συνέργεια σε αξιόποινη πράξη
Subscribe
0 Comments