Εφαρμογή του

compromettant στα ελληνικά
compromettant
λέγεται
κονπρομετάν
.
compromettant
σημαίνει στα ελληνικά
ενοχοποιητικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- actif toxique / actif compromis : τοξικό στοιχείο του ενεργητικού (Preferred) / τοξικό περιουσιακό στοιχείο
- immunocompromis / immuno-compromis : ανοσοκατασταλμένος
- compromettre / porter atteinte : θέτω σε κίνδυνο
- clause arbitrale / clause d'arbitrage : διαιτητική ρήτρα / ρήτρα διαιτησίας
- encours compromis / prêt en difficulté : καθυστερούμενo δάνειo
- compromis : προσύμφωνο
- compromis / choix de compromis : συμβιβασμός
- texte de compromis : συμβιβαστικό κείμενο
- compromis : συμφωνία περί διαιτησίας
- offre d'ensemble / compromis d'ensemble : συμφωνία-πακέτο' συνολική συμβιβαστική λύση
Subscribe
0 Comments