Εφαρμογή του

comptabiliser στα ελληνικά
comptabiliser
λέγεται
κονταμπιλιζέ
.
comptabiliser
σημαίνει στα ελληνικά
υπολογίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- comptabiliser : καταλογίζω / καταχωρίζω
- comptabiliser : καταχωρώ λογιστικά' καταλογίζω
- charges reportées / frais reportés : προϋπολογισμένα έξοδα
- gaz non comptabilisé : απώλειες αερίου
- comptabiliser les engagements : καταχωρίζω αναλήψεις υποχρεώσεων
- comptabiliser dans les écritures : (οι δαπάνες) εμφανίζονται λογιστικά
- ratio des intérêts non comptabilisés : ρυθμός επιτοκίων που δεν έχουν λογιστικοποιηθεί
- dégagement et réévaluation comptabilisés : αποδέσμευση και επανεκτίμηση που έχουν καταχωρισθεί λογιστικά
- comptabilisé sur la base du fait générateur : καταχωρούμενο λογιστικώς με βάση την ημερομηνία πραγματοποίησης
- comptabiliser une avance sur un compte d'attente : εγγράφω προκαταβολή σε προσωρινό λογαριασμό
Subscribe
0 Comments