Εφαρμογή του

concentrer στα ελληνικά
concentrer
λέγεται
κονσαντρέ
.
concentrer
σημαίνει στα ελληνικά
συγκεντρώνω / συμπυκνώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- concentrés : συμπυκνώματα
- concentré : συμπυκνωμένος
- concentrés / fourrage concentré : συμπυκνωμένη ζωοτροφή
- concentré : συμπύκνωμα
- concentré / aliment concentré : συμπύκνωμα / συμπυκνωμένη τροφή
- concentré / minerai enrichi : εμπλουτισμένο μετάλλευμα / εμπλουτισμένο μετάλλευμα μεταλλουργίας
- jus concentré : συμπυκνωμένος χυμός
- moût concentré : συμπυκνωμένο γλεύκος
- lait concentré : συμπυκνωμένο γάλα
- lait concentré / lait entier concentré : συμπυκνωμένο γάλα
Subscribe
0 Comments