Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

concurrencer στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
concurrencer
λέγεται
κονκυρανσέ
.
concurrencer
σημαίνει στα ελληνικά
ανταγωνίζομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • relation CCR / relation d'engagement de concurrence et de reprise : σχέση CCR / σχέση διάπραξης,συνδρομής και ανάκαμψης
  • DG Concurrence / direction générale de la concurrence : ανταγωνισμός
  • concurrence : οικονομικός ανταγωνισμός
  • concurrence : συναγωνισμός
  • concurrence : ανταγωνισμός / ανταγωνισμός αντιγόνων
  • directive DPC / directive "pleine concurrence" : οδηγία περί πλήρους ανταγωνισμού
  • secteur abrité / secteur abrité de la concurrence internationale : προστατευμένος τομέας / μη εμπορεύσιμος τομέας
  • secteur exposé / secteur exposé à la concurrence internationale : εμπορεύσιμος τομέας / μη προστατευμένος τομέας
  • non-concurrence / clause de non-concurrence : ρήτρα μη ανταγωνισμού / υποχρέωση μη άσκησης ανταγωνισμού

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest


0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments