Εφαρμογή του

conduire στα ελληνικά
conduire
λέγεται
κονντυίρ
.
conduire
σημαίνει στα ελληνικά
οδηγώ / πάω / φέρνομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- conduite : διαχείριση κοπαδιού / διαχείριση καλλιέργειας
- chute VO / colonne de chute : καταπακτή απορριμμάτων
- commande / conduite : έλεγχος ανοικτού βρόγχου
- conduite : διαγωγή / συμπεριφορά
- conduite : διοίκηση / διεύθυνση
- EUCARIS / système Eucaris : Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών για Οχήματα και άδειες Οδήγησης / EUCARIS
- tuyau / durite : εύκαμπτη σωλήνα / εύκαμπτος αγωγός
- conduite / maniement : χειρισμός μηχανής
- conduite : αγωγός
- bipasse / dérivation : παρακαμπτήριος / βοηθητικός αγωγός
Subscribe
0 Comments