Εφαρμογή του

cône στα ελληνικά
cône
λέγεται
κον
.
cône
σημαίνει στα ελληνικά
κώνος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cône : κώνος
- cône : κώνος / κωνική μπομπίνα
- cône / fusée : εργαλείο κατασκευής στομίου
- cône / casserole : καρούλι / μπομπίνα
- cône : κώνος αγκυρώσεως
- cône / cône étage : κωνική τροχαλία / βαθμωτή τροχαλία
Subscribe
0 Comments