Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

confectionner στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
confectionner
λέγεται
κονφεξιονέ
.
confectionner
σημαίνει στα ελληνικά
φτιάχνω / παρασκευάζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • confectionner : κατασκευάζω
  • assembler / confectionner : κατασκευάζω / συναρμολογώ
  • machine à confectionner : πελματωτής
  • mélange confectionné en centrale : ασφαλτική ανάμιξις εις εργοστάσιον
  • machine à confectionner les cigarettes : σιγαρετοποιητική μηχανή
  • envoi confectionné dans un pays étranger : αλληλογραφία που έχει ετοιμαστεί σε ξένη χώρα
  • tambour à confectionner les nappes de câbles : τύμπανο παρασκευής των λινών / τύμπανο παρασκευής των φύλων των λινών
  • conducteur de machine à confectionner des sacs et des enveloppes en papier et matières similaires : χειριστής μηχανής κατασκευής χαρτοφακέλλων

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments