Εφαρμογή του
confiscation στα ελληνικά
confiscation
λέγεται
κονφισκασιόν
.
confiscation
σημαίνει στα ελληνικά
δήμευση / κατάσχεση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- confiscation : δήμευση / κατασχέσεις
- confiscation : επίταξη
- confiscation : δήμευση
- confiscation civile / confiscation in rem : δήμευση που δεν βασίζεται σε καταδίκη
- confiscation en valeur : δήμευση αξιών
- saisie et confiscation : κατάσχεση και δήμευση
- assurance confiscation : ασφάλιση δήμευσης-κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων
- confiscation de biens : κατάσχεση περιουσίας
- confiscation de denrées : κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων
- amendes et confiscations : πρόστιμα και καταπτώσεις εγγυήσεων
Subscribe
0 Comments