Εφαρμογή του

conflit στα ελληνικά
conflit
λέγεται
κονφλί
.
conflit
σημαίνει στα ελληνικά
διαμάχη / διένεξη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- conflit : σύγκρουση/διαμάχη
- conflit / contention : έμφραξη / ανταγωνισμός
- conflit : διαφορά
- conflit armé / guerre : ένοπλη σύρραξη / ένοπλη σύγκρουση
- médiation / médiation en faveur de la paix : ειρηνευτική διαμεσολάβηση
- choix / résolution de conflits : επίλυση συγκρούσεων
- règlement extrajudiciaire des litiges / modes alternatifs de règlement des conflits : εναλλακτική επίλυση των διαφορών / εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των διαφορών
- CPC / Centre de prévention des conflits : ΚΠΣ / Κέντρο Πρόληψης Συγκρούσεων
- conflit gelé : παγωμένη σύγκρουση / υποβόσκουσα σύγκρουση
- TC / tribunal des conflits : δικαστήριο συγκρούσεων
Subscribe
0 Comments