Εφαρμογή του

congélateur στα ελληνικά
congélateur
λέγεται
κονζελατέρ
.
congélateur
σημαίνει στα ελληνικά
κατάψυξη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- congélateur : κατάψυξη / καταψύκτης
- congélateur : καταψύκτης
- tube congélateur : ψυκτικός σωλήνας
- médium congélateur : πηκτικό μέσο
- casier congélateur / casier pour denrées congelées : καταψύκτης με θυρίδες
- coffre congélateur / congélateur coffre : καταψύκτης οριζοντίου τύπου
- bateau congélateur / navire congélateur : πλοίο-ψυγείο / πλοίο καταψύκτης
- congélateur-armoire : καταψύκτης κατακόρυφου τύπου
- TTF / chalutier congélateur à pêche arrière : καταψυκτικό μίγμα
Subscribe
0 Comments