Εφαρμογή του

congeler στα ελληνικά
congeler
λέγεται
κονζλέ
.
congeler
σημαίνει στα ελληνικά
βάζω στην κατάψυξη / παγώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- congeler : παγώνω / καταψύχω
- congelé : κατεψυγμένος
- produit congelé : κατεψυγμένα προϊόντα
- sperme congelé / semence congelée : κατεψυγμένο σπέρμα
- sperme congelé / sperme surgelé : σπέρμα κατεψυγμένο σε υγρό άζωτο
- poulet congelé : κατεψυγμένο κοτόπουλο
- aliment congelé / denrées congelées : κατεψυγμένα τρόφιμα
- exsudat congelé : παγωμένον εφίδρωμα
- denrée congelée : κατεψυγμένο προϊόν
- viande congelée / viande surgelée : ταχύψυκτο κρέας / κατεψυγμένο κρέας
Subscribe
0 Comments