Εφαρμογή του

conjoncture στα ελληνικά
conjoncture
λέγεται
κονζονκτύρ
.
conjoncture
σημαίνει στα ελληνικά
περιστάσεις / συγκυρία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- conjoncture / cycle économique : οικονομική συγκυρία
- conjoncture / situation économique : οικονομική κατάσταση (συγκυρία)
- conjoncture : τάση της οικονομίας/(οικονομική) συγκυρία
- conjoncture / situation du marché : συγκυρία της αγοράς / κατάσταση της αγοράς
- conjoncture : συγκυρία
- conjoncture / cycle économique : οικονομικός κύκλος / οικονομική συγκυρία
- chance / occasion : παράθυρο ευκαιρίας' χρονικό διάστημα που απομένει
- reprise cyclique / essor conjoncturel : οικονομική ανάκαμψη / ανάκαμψη της οικονομίας
- effet procyclique (Preferred) / accentuation de la conjoncture : αποτέλεσμα ενισχυτικό των κυκλικών τάσεων
- boom / haute conjoncture : περίοδος οικονομικής ευημερίας
Subscribe
0 Comments