Εφαρμογή του

consentement στα ελληνικά
consentement
λέγεται
κονσαντμάν
.
consentement
σημαίνει στα ελληνικά
συγκατάθεση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- consentement : συγκατάθεση
- consentement : συναίνεση / συγκατάθεση
- consentement : συναίνεση
- Convention de Rotterdam / Convention de Rotterdam sur la procédure de consentement préalable en connaissance de cause applicable à certains produits chimiques et pesticides dangereux qui font l'objet d'un commerce international : Σύμβαση του Ρόττερνταμ περί διαδικασίας συναίνεσης μετά από ενημέρωση για ορισμένα επικίνδυνα χημικά προϊόντα και προϊόντα φυτοπροστασίας στο διεθνές εμπόριο
- procédure CIP / procédure du "consentement informé préalable" : διαδικασία της "συνέχισης μετά από ενημέρωση"
- disponibilité à payer / volonté de payer : προθυμία πληρωμής
- libre consentement : μη ελαττωματική συναίνεση / μη ελαττωματική σύμπτωση βουλήσεων
- libre consentement : ελεύθερη συναίνεση
- vice du consentement : έλλειψη συναίνεσης
Subscribe
0 Comments