Εφαρμογή του

consistance στα ελληνικά
consistance
λέγεται
κονσιστάνς
.
consistance
σημαίνει στα ελληνικά
περιεχόμενο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- consistance : συνοχή / συνεκτικότητα
- consistance : συνεκτικότητα
- consistance : σύστασις
- consistance : συνοχή
- consistance du sol : συνεκτικότης εδάφους
- consistance du parc : σύσταση του αποθέματος των οχημάτων
- à consistance du cuir : σκληρότητα δέρματος,κεραμικό μερικώς ξηραμένο
- indice de consistance / Ic terre et enrochement : δείκτης συνεκτικότητας
- consistance plastique : πλαστική συνεκτικότης
- consistance du terrain : σύσταση του εδάφους
Subscribe
0 Comments