Εφαρμογή του

consolider στα ελληνικά
consolider
λέγεται
κονσολιντέ
.
consolider
σημαίνει στα ελληνικά
στερεώνω / σταθεροποιώ / παγιώνω / εδραιώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- consolider : ενοποιώ
- récapitulatif / rapport consolidé : ενοποιημένη έκθεση
- texte consolidé / version consolidée : ενοποιημένο κείμενο
- ACCIS / Assiette commune consolidée pour l'impôt sur les sociétés : ΚΕΒΦΕ / κοινή ενοποιημένη βάση φορολογίας εταιρειών
- bilan consolidé : ενοποιημένος ισολογισμός
- bilan consolidé / bilan du groupe : ισολογισμός ομίλου εταιριών
- droit consolidé / droit de douane consolidé : παγιοποιημένος δασμολογικός συντελεστής
- droit consolidé : παγιοποιημένος δασμός / παγιοποιημένος δασμολογικός συντελεστής
- dette consolidée : πάγια οφειλή / ενοποιηένο χρέος
- crête consolidée : στερεοποιημένη κορυφογραμμή
Subscribe
0 Comments