Εφαρμογή του

consommer στα ελληνικά
consommer
λέγεται
κονσομέ
.
consommer
σημαίνει στα ελληνικά
καταναλώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- énergie absorbée / puissance consommée : απορροφώμενη ισχύς / καταναλισκώμενη ισχύς
- consommé de viande : ζωμός διαυγασμένος κρέατος
- puissance consommée : κατανάλωση ισχύος
- à consommer jusqu'au : ανάλωση μέχρι
- débit d'air consommé : ρυθμός καταναλώσεως αέρα
- autre drogue consommée : δευτερεύουσα ουσία κατάχρησης
- propension à consommer : καταναλωτική ροπή / ροπή προς κατανάλωση
- propension à consommer : ροπή προς κατανάλωση
- indicateur de carburant consommé : ενδείκτης καταναλωθέντος καυσίμου
- propension marginale à consommer : οριακή ροπή προς κατανάλωση
Subscribe
0 Comments