Εφαρμογή του

constater στα ελληνικά
constater
λέγεται
κονστατέ
.
constater
σημαίνει στα ελληνικά
διαπιστώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- actif couru / revenu couru : δεδουλευμένο εισόδημα
- passif couru / frais à payer : πληρωτέα έξοδα / πληρωτέα δαπάνη
- charges reportées / frais reportés : προϋπολογισμένα έξοδα
- droit constaté : βεβαιωθέν δικαίωμα
- prix constaté : η τιμή που διαπιστώνεται
- dûment constaté : δεόντως διαπιστωμένο
- dûment constaté : που έχει δεόντως διαπιστωθεί
- constate de temps / constante de temps : σταθερά χρόνου / χρονική σταθερά
- créance constatée : βεβαιωθείσα απαίτηση
- créance constatée : βεβαιωμένη απαίτηση
Subscribe
0 Comments