Εφαρμογή του

constituer στα ελληνικά
constituer
λέγεται
κονστιτυέ
.
constituer
σημαίνει στα ελληνικά
αποτελώ / συγκροτώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- constituer : συνιστώ / θεμελιώνω
- migration / cession : μετανάστευση
- lithotypes / constituants pétrographiques : λιθότυποι / πετρογραφικά συστατικά
- constituant : συστατικό
- constituant : συνταγματικός νομοθέτης
- constituant : μέλος Συντακτικής Βουλής
- constituant : εξάρτημα / συνιστώσα
Subscribe
0 Comments