Εφαρμογή του

contagion στα ελληνικά
contagion
λέγεται
κονταζιόν
.
contagion
σημαίνει στα ελληνικά
επιδημία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- contagion : διάχυση / μετάδοση
- contage / contagion : μόλυνση
- contagion : μόλυνση / μετάδοση
- retombées / effet de contagion : δευτερογενής επίπτωση / μετάδοση του αντικτύπου
- contagion idéatoire : μεταδοτικότητα ιδεών
- indice de contagion : δείκτης μολυσματικότητος
- épuisement de la pièce / contagion de la champignonnière : τοπική μόλυνση / μόλυνση της εκμετάλλευσης
- contagion transfrontière : διασυνοριακή μετάδοση
- effet de contagion indésirable : ανεπιθύμητο "μεταδοτικό" αποτέλεσμα
Subscribe
0 Comments