Εφαρμογή του

contourner στα ελληνικά
contourner
λέγεται
κοντουρνέ
.
contourner
σημαίνει στα ελληνικά
κάνω το γύρο / παρακάμπτω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- contourner : να χαραχθεί το περίγραμμα
- contourner : παρακάμπτω
- contourner : πατερνάρω / περιελίσσω
- biseau contourné : μπιζουτάρισμα μορφής
Subscribe
0 Comments