Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

contraste στα ελληνικά
contraste
λέγεται
κοντράστ
.
contraste
σημαίνει στα ελληνικά
αντίθεση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- contraste : αντίθεση
- contraste : αντίθεσις
- contraste : αντιδιαστολή
- télécopie / télécopie contrastée : τηλεομοιοτυπία
- semi-contraste : Ημιένταση,ημιαντίθεση
- contrast medium / moyen de contraste : σκιαγραφική ουσία / σκιαγραφική ουσία για ακτινογραφική απεικόνιση
- contraste élevé : Υψηλή αντίθεση
Subscribe
0 Comments


