Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

contrepartie στα ελληνικά
contrepartie
λέγεται
κοντρπαρτί
.
contrepartie
σημαίνει στα ελληνικά
αντάλλαγμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- contrepartie : λογιστική εγγραφή
- contrepartie : αντισυμβαλλόμενος
- contrepartie : αντισταθμιστική/αντίστοιχη υποχρέωση
- contrepartie : αντιπαροχή' παροχή επ' ανταλλάγματι
- contrepartie : αντιπαροχή
- vente à nu / vente à découvert à nu : ακάλυπτη ανοικτή πώληση
- action d'apport / action émise en contrepartie d'apports : μετοχή αμοιβής / μετοχή σε αντάλλαγμα εισφοράς
- contre-écriture / écriture compensatoire : αντισταθμιστική εγγραφή
- à titre gratuit / sans contrepartie : χωρίς αντιπαροχή / εκ χαριστικής αιτίας
- hedging / opération en contrepartie : πράξεις κάλυψης του συναλλαγματικού κινδύνου / πράξη αντιστάθμισης συναλλαγματικού κινδύνου
Subscribe
0 Comments


