Εφαρμογή του

convocation στα ελληνικά
convocation
λέγεται
κονβοκασιόν
.
convocation
σημαίνει στα ελληνικά
σύγκληση / κλήση
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- convocation : σύγκληση
- citation / convocation : κλήτευση
- sur convocation de : κατόπιν προσκλήσεως του
- responsable des convocations : υπεύθυνος για τη σύγκληση των συνέδρων
- convocation à la procédure orale : κλήτευση σε προφορική διαδικασία
- convocation et ordre du jour provisoire : σύγκληση και προσωρινή ημερήσια διάταξη
- se réunir sur convocation de son président : συνέρχεται μετά από πρόσκληση του προέδρου του
- convocation au tribunal en qualité de témoin : κλήση (υπαλλήλου) ως μάρτυρος ενώπιον δικαστηρίου
- le Conseil se réunit sur convocation de son président à l'initiative de celui-ci, d'un de ses membres ou de la Commission : Το Συμβούλιο συνέρχεται κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου του με πρωτοβουλία αυτού του ιδίου, ενός από τα μέλη του ή της Επιτροπής
Subscribe
0 Comments