Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

coquillage στα ελληνικά
coquillage
λέγεται
κοκιγιάζ
.
coquillage
σημαίνει στα ελληνικά
κογχύλι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- coquillage : όστρακα
- coquillages / mollusques et crustacés : κοχύλια / μαλάκιο
- PSP / "Paralytic Shellfish Poison" : PSP / παραλυτική τοξίνη των μαλακίων
- coquillage bivalve : δίθυρο όστρακο
- coquillages broyés : αλεσμένα μαλάκια / αλεσμένα οστρακοφόρα
- coquillage écaillé : κοχύλια καθαρισμένα
- coquillage surprise : κοχύλι-έκπληξη
- coquillage monovalve : μονόθυρο οστρακοφόρο
- pêcheur de coquillages / ramasseur de coquillages : συλλέκτης οστράκων
- nurserie pour poissons et coquillages : εκκολαπτήριο ψαριών και οστράκων
Subscribe
0 Comments


