Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

cor στα ελληνικά
cor
λέγεται
κορ
.
cor
σημαίνει στα ελληνικά
κάλος / βούκινο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- cor : κόρνο / κέρατο
- cor / trompe : στόμιο(χωνί)
- cor : κάλος / τύλος
- COR / signal de détection de porteuse : ανιχνευτικό σήμα φέρουσας
- COR UNUM : CΟR UΝUΜ / συμβούλιο συντονισμού των ρωμαιοκα-θολικών οργανισμών παροχής βοήθειας
- cor alto : κέρατο άλτο
- coupe-cors : κόφτης κάλων / μαχαιρίδιο για την κοπή των κάλων
- cor postal : ταχυδρομικό κέρας / ταχυδρομική σάλπιγγα
- cor anglais : αγγλικό κόρνο
- cor de chasse / trompe de chasse : κυνηγετικό κέρατο / κυνηγετική σάλπιγγα
Subscribe
0 Comments


