Εφαρμογή του

corps στα ελληνικά
corps
λέγεται
κορ
.
corps
σημαίνει στα ελληνικά
σώμα / κορμί / πτώμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- corps / masse : υλικó βάσης
- Corps volontaire européen d'aide humanitaire / EVHAC : Εθελοντές ανθρωπιστικής βοήθειας της ΕΕ / Ευρωπαϊκό Σώμα Εθελοντών Ανθρωπιστικής Βοήθειας
- corps : σώμα
- flan / corps : σώμα κουτιού / κορμός κουτιού
- corps : κύριο σώμα / Kύριο τμήμα
- corps / matériau : εσωτερικό / εσωτερική μάζα
Subscribe
0 Comments