Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

corroborer στα ελληνικά
corroborer
λέγεται
κορομπορέ
.
corroborer
σημαίνει στα ελληνικά
επαληθεύω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- information probante de validation / élément corroborant (Obsolete) : επιβεβαιωτικά αποδεικτικά στοιχεία
- donnée corroborée par le marché : δεδομένο που βασίζεται στην αγορά
Subscribe
0 Comments


