Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

côté στα ελληνικά
côté
λέγεται
κοτέ
.
côté
σημαίνει στα ελληνικά
πλευρό / μέρος / μεριά / πλευρά / à côté de δίπλα / sur Ie côté πλάι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- côté / demi dosset : ημιράχη
- côté : πόδας ραφής / πλευρά ραφής σε γωνία
- côté : μήκος ποδός
- côté : πλευρά
- côte : ακτή
- côte / rachis : κεντρική νεύρωση
- côte : πλευρά
- côte / littoral : ακτογραμμή
- côte / tissu à côtes : ύφασμα σωληνωτό
- débit / côté passif : χρέωση
Subscribe
0 Comments


